Skip to main content

Γυναικεία Τοξικομανία

Η τοξικοεξάρτηση αποτελεί μία σοβαρή, χρόνια και υποτροπιάζουσα πάθηση, η οποία πλήττει και τα δύο φύλα.  Ωστόσο, φαίνεται, λόγω ποικίλων παραγόντων, να επηρεάζει τις γυναίκες με διαφορετικό τρόπο από ό,τι τους άντρες.

Πώς, όμως, αντιμετωπίζει η κοινωνία μας τη γυναικεία τοξικοεξάρτηση;
Πως οι γυναίκες προσεγγίζουν τα ναρκωτικά; Υπάρχουν κάποιες ουσίες που είναι πιο ελκυστικές για τις γυναίκες;
Οι ίδιες διέρχονται από διαφορετικά κίνητρα για να κάνουν χρήση σε σχέση με τους άντρες;
Και πώς όλα τα παραπάνω επηρεάζουν την στάση τους απέναντι στη θεραπεία;
Η κοινωνία μας παρουσιάζεται λιγότερο ανεκτική στη γυναικεία χρήση ναρκωτικών στιγματίζοντας τις γυναίκες με αποτέλεσμα εκείνες να κρύβουν περισσότερο τη χρήση τους και κατά συνέπεια να είναι περισσότερο διστακτικές στο να ζητήσουν βοήθεια από τους ειδικούς. Ενδεχομένως να έχουν πέσει θύματα κοινωνικού ρατσισμού με συνέπεια να παρουσιάζουν έντονη δυσπιστία στα θεραπευτικά προγράμματα. Περισσότερο στιγματισμένες είναι οι μητέρες τοξικομανείς. Η μητρότητα λοιπόν αποτελεί ίσως την σημαντικότερη ιδιαιτερότητα της γυναικείας χρήσης. Σημαντικούς κινδύνους ελλοχεύει η χρήση ουσιών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης για την ίδια και το μωρό όπως πρόωρη γέννα, χαμηλό βάρος γέννησης, εθισμός νεογνού, σύνδρομο αιφνίδιου βρεφικού θανάτου. Συνακολούθως, οι μητέρες τοξικομανείς είναι πιθανόν να παραμελούν και να κακοποιούν τα παιδία τους, παρέχοντας ένα δυσλειτουργικό οικογενειακό περιβάλλον. Ένας από τους σημαντικότερους λόγους που οι χρήστριες αποφεύγουν να αποκαλύψουν την χρήση τους είναι ο φόβος τους ότι θα κριθούν ανίκανες μητέρες, διότι η χρήση τους έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον κοινωνικό τους ρόλο, που στοχεύει στη δημιουργία, διατήρηση και φροντίδα της οικογένειας.

Η γυναικεία τοξικομανία συνδέεται με τραυματικά γεγονότα ή στρεσογόνους παράγοντες όπως η σεξουαλική, σωματική και συναισθηματική κακοποίηση. Έρευνες έχουν δείξει ότι η πλειοψηφία των γυναικών που κάνουν χρήση έχουν πέσει θύματα σεξουαλικής ή άλλου είδους κακοποίησης στην παιδική ή εφηβική ηλικία. Είναι ιδιαίτερα πιθανό να προέρχονται και οι ίδιες από δυσλειτουργικές οικογένειες στις οποίες ένας τουλάχιστον γονέας να έκανε κατάχρηση αλκοόλ ή ναρκωτικών. Σύμφωνα με έρευνες, οι γυναίκες τείνουν να κάνουν περισσότερο κατάχρηση συνταγογραφημένων χαπιών (αγχολυτικά, βενζοδιαζεπίνες) με σκοπό την αυτοθεραπεία. Για εκείνες η χρήση αποτελεί τρόπο διαχείρισης δυσάρεστων καταστάσεων όπως η κακοποίηση και το πένθος και επίπονων συναισθημάτων όπως η χρόνια κατάθλιψη, το άγχος, η χαμηλή αυτοεκτίμηση.

Η γυναικεία τοξικομανία παρουσιάζει υψηλότερο ποσοστό συνοσηρότητας με κατάθλιψη, διπολική διαταραχή, φοβίες, ψυχοσεξουαλικές διαταραχές, διατροφικές διαταραχές και μετατραυματική διαταραχή στρες.
Οι γυναίκες τοξικομανείς συνήθως έρχονται συνήθως σε πρώτη επαφή με τη χρήση μέσω του ερωτικού τους συντρόφου ο οποίος είναι ήδη χρήστης τοξικών ουσιών. Οι σύντροφοι τείνουν να καθορίζουν την ουσία, την ποσότητα και τον τρόπο χρήση. Είναι σύνηθες το φαινόμενο, οι γυναίκες τοξικομανείς να εμπλέκονται σε εξαρτητικές σχέσεις παρουσιάζοντας μια έντονη προσκόλληση στον σύντροφο, ο οποίος συνηθέστατα εμφανίζεται αποθαρρυντικός αναφορικά με την θεραπεία. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα, οι σύντροφοι στέκονται εμπόδιο στη θεραπεία των γυναικών προσθέτοντας ακόμα έναν ανασταλτικό παράγοντα στη αναζήτηση βοήθειας για θεραπεία.

Όσον αφορά τις σωματικές συνέπειες της χρήσης συγκριτικά με τους άντρες, οι γυναίκες παρουσιάζουν πιο εύκολα εξάρτηση στην κοκαΐνη. Επίσης είναι πιο ευάλωτες σε προβλήματα υγείας π.χ. το γυναικείο συκώτι είναι πιο ευαίσθητο στην τοξική επίδραση της χρόνιας χρήσης αλκοόλ. Παράλληλα, οι εθισμένες γυναίκες κινδυνεύουν περισσότερο από σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα λόγω της τάσης τους να μοιράζονται τις σύριγγές τους με τους συντρόφους τους καθώς επίσης να καταφεύγουν στην πορνεία για να εξασφαλίσουν την δόση τους.

Συμπερασματικά, η ιδιαιτερότητα της γυναικείας τοξικοεξάρτησης διαφαίνεται στη στάση της κοινωνίας μας απέναντι της, στους παράγοντες που οδηγούν στην χρήση και στα ιδιαίτερα θέματα που απασχολούν τις γυναίκες, όπως η μητρότητα. Αυτή τη στιγμή οι γυναίκες αποτελούν το ένα τρίτο του πληθυσμού των θεραπευτικών υπηρεσιών. Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, κρίνεται αναγκαία η ύπαρξη ειδικευμένων θεραπευτικών προγραμμάτων. Για αυτό το λόγο στη διεθνή θεραπευτική κοινότητα αναπτύσσονται πλέον και λειτουργούν ειδικά θεραπευτικά προγράμματα απεξάρτησης αποκλειστικά για γυναικείο πληθυσμό, που στοχεύουν στην εστίαση των ειδικών συνθηκών υπό τις οποίες διαμορφώνονται η γυναικεία χρήση και των συγκεκριμένων θεραπευτικών αναγκών που αυτές επιτάσσουν.

Η κατάθλιψη εμφανίζεται συνήθως στο πρώτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης και μετά η σοβαρότητά της μειώνεται στη διάρκεια του δεύτερου τριμήνου και την αρχή του τρίτου. Μερικές εβδομάδες πριν από τον τοκετό επανεμφανίζεται, οπότε και συνοδεύεται από έντονες αγχώδεις εκδηλώσεις. Οι παράγοντες κινδύνου είναι η ηλικία κάτω των 20 ετών, προηγούμενη ηθελημένη διακοπή της κύησης, αμφιθυμική αντιμετώπισης της παρούσας κύησης και κακή ενδοοικογενειακή κατάσταση. Σχετικά με την θεραπεία της, πρέπει να είναι εξατομικευμένη και σύμφωνα με τις ανάγκες της και το ιστορικό της κάθε γυναίκας. Η απόφαση για την χορήγηση ή μη αντικαταθλιπτικής φαρμακευτικής αγωγής, πρέπει να γίνεται μετά από συζήτηση με τον γιατρό και ενημέρωση των κινδύνων που μπορεί να προκύψουν σε κάθε περίπτωση. Αντίθετα, η υποστηρικτική ψυχοθεραπεία και ιδιαίτερα η γνωσιακή-συμπεριφοριστική ψυχοθεραπεία μπορεί να ωφελήσει πολύ.

Η επιλόχειος κατάθλιψη αρχίζει την 4η με 6η εβδομάδα και μέχρι τον πρώτο χρόνο μετά τον τοκετό. Προκλητικοί παράγοντες μπορεί να παίξουν ρόλο, όπως έλλειψη κοινωνικής υποστήριξης, κακές συζυγικές σχέσεις, αλλά η αιτιολογία είναι πολυπαραγοντική (ορμονικοί, ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες). Η συμπτωματολογία περιλαμβάνει κούραση, εκνευρισμό, κλάμα, ενοχή, φοβίες και πίστη ότι δεν είναι ικανή να φροντίσει το μωρό της. Η καταθλιπτική μητέρα αποφεύγει τις επαφές με το παιδί της, αδιαφορεί για αυτό ή ζητά από τους ανθρώπους του οικογενειακού της περιβάλλοντος να το φροντίσουν. Ένα αίσθημα ενοχής ότι είναι κακή μητέρα, μπορεί να την οδηγήσει σε αυτοκτονία ή κακοποίηση του παιδιού.
Επομένως, και στις δύο περιπτώσεις, απαιτείται έγκαιρη αναγνώριση και θεραπευτική παρέμβαση τόσο για το ψυχική υγεία της μητέρας όσο και του παιδιού.

Συντάκτης
Κλινικός Ψυχολόγος

Θέλετε να ρωτήσετε ή χρειάζεστε βοήθεια;

Μη διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μας
για οτιδήποτε χρειαστείτε ή θέλετε να ρωτήσετε.