Εθισμός σε ναρκωτικές και φαρμακευτικές ουσίες
Πως γίνεται όμως κάποιος «τοξικομανής»;
Γίνεσαι τοξικομανής λέει ο William Burroughs χωρίς να το σχεδιάσεις. Αφήνεσαι να κάνεις μια επαφή με την ουσία (ναρκωτικά) και η καθημερινότητα αυτόματα κάνει τα υπόλοιπα. Άλλοι εθίζονται εύκολα, άλλοι γρήγορα. Γίνεσαι τοξικομανής γιατί δεν έχεις ισχυρά κίνητρα προς μια άλλη κατεύθυνση.
Κανείς δεν γίνεται τυχαία τοξικομανής. Πολλοί λόγοι, πολλοί παράγοντες στην αλληλοδιαπλοκή τους διαμορφώνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο ο συγκεκριμένος άνθρωπος, τη συγκεκριμένη στιγμή ωθείται στην επιλογή των ουσιών (ναρκωτικά) και χάνεται στον κόσμο τους. Το φάσμα των μορφών της τοξικομανίας αλλά και των τύπων των τοξικομανών είναι ευρύτατο. Γι’ αυτό και η κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται στην ιδιαιτερότητα και στην μοναδικότητά της.
Σύμφωνα με τον Olivenstein, διευθυντή του κέντρου Marmotan στο Παρίσι, ένα από τα πρώτα κέντρα στην Ευρώπη που ασχολήθηκαν με το πρόβλημα του εθισμού, η εξαρτητική διαδικασία θα μπορούσε να περιγραφεί επιγραμματικά σαν ένα τρίγωνο που αποτελείται από το συγκεκριμένο περιβάλλον του ασθενή, την συγκεκριμένη ουσία (ναρκωτικά) που χρησιμοποιεί και την συγκεκριμένη προσωπικότητα που έχει. Ο συνδυασμός αυτών των παραμέτρων (ουσία - ναρκωτικά, περιβάλλον, προσωπικότητα ) συνιστά την εξάρτηση.
Απεξάρτηση από φαρμακευτικές ουσίες
Οι βενζοδιαζεπίνες είναι συνταγογραφούμενα φάρμακα με ηρεμιστικές, αγχολυτικές και υπνωτικές ιδιότητες. Η ταυτόχρονη χρήση βενζοδιαζεπινών με αλκοόλ ή άλλες ναρκωτικές ουσίες έχει ως συνέπεια την επιβράνδυνση του κεντρικού νευρικού συστήματος και μπορεί να οδηγήσει σε κώμα ή ακόμα και στον θάνατο. Ο εθισμός σε στις βενζοδιαζεπίνες (π.χ. stedon, tavor, vulbegal, hipnosedon κλπ), είναι ίσως ο πλέον διαδεδομένος τύπος εθισμού στον κόσμο.
Η πρώτη επαφή με αυτές τις φαρμακευτικές ουσίες ξεκινά συχνά από την συνταγογραφημένη λήψη, μετά την εκδήλωση κάποιων σωματικών και ψυχολογικών συμπτωμάτων. Δηλαδή, συνήθως αρχίζει να λαμβάνει κανείς βενζοδιαζεπίνες, επειδή εκδηλώνει ήδη μια ψυχιατρική είτε σωματική πάθηση, αναφέροντας συμπτώματα όπως η «κατάθλιψη», ο διαταραγμένος ύπνος, η αϋπνία, το άγχος, ο πανικός κ.α.
Στην προσπάθεια αυτή του ατόμου να νιώσει καλύτερα και να «γίνει καλά», θέτονται ταυτόχρονα και οι βάσεις για την εγκατάσταση μιας διαδικασίας εθισμού, με βάση τους μηχανισμούς της στέρησης και της ανοχής (σωματική εξάρτηση) και της επιθυμίας. Συγκεκριμένα το άτομο αρχίζει να αναζητά όλο και περισσότερη ποσότητα ουσιών για να έχει το ίδιο ψυχοδραστικό, ή τοξικό αποτέλεσμα, ενώ λαμβάνει σαφώς περιορισμένο ευφορικό αποτέλεσμα, με την ίδια ποσότητα ουσίας (διαγνωστικά κριτήρια «ανοχής»). Παράλληλα, ο ασθενής βρίσκεται αναγκασμένος να λαμβάνει την εν λόγω φαρμακευτική ουσία είτε παρόμοιου τύπου ουσίες (όπως αλκοόλ) για να αποφύγει δυσάρεστα συμπτώματα στέρησης, όπως η ταχυκαρδία, το άγχος, η εφίδρωση, η αϋπνία, κ.α.
Ο ασθενής καταλήγει να επιθυμεί μόνο τη συνέχιση της συγκεκριμένης φαρμακευτικής ουσίας (βενζοδιαζεπινών και βαρβιτουρικών), ενώ εκδηλώνει αδιαφορία και ανηδονία για οποιαδήποτε άλλη κατάσταση στη ζωή του. Για να συνεχίσει να βιώνει καθημερινά τη ζωή του και να ανταποκρίνεται στις διάφορες υποχρεώσεις του, ο ασθενής βρίσκεται αναγκασμένος να λαμβάνει την ίδια είτε αυξανόμενη ποσότητα της ουσίας.
Ουσιαστικά ο εθισμός αποτελεί μια καινούρια ισορροπία στην ψυχική μηχανή του ατόμου, μία «λύση» που αναζητεί το άτομο γύρω από την οποία οργανώνεται όλη η συμπεριφορά του ατόμου, η προσωπικότητα του αλλά και η παθολογία του.